Τα Χλαμύδια, το Ουρεόπλασμα και το Μυκόπλασμα είναι βακτήρια τα οποία ανήκουν στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Προκαλούν σημαντική νοσηρότητα σε άντρες και γυναίκες, και προσβάλουν κυρίως άτομα νεότερης ηλικίας με έντονη σεξουαλική ζωή και συχνή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων.
Χλαμύδια
Η λοίμωξη προκαλείται από το βακτήριο Chlamydia trachomatis, και είναι το πιο συχνό αφροδίσιο νόσημα.
Χλαμύδια – Μετάδοση
Τα χλαμύδια μεταδίδονται με τη σεξουαλική πράξη κάθε μορφής ( κολπική, πρωκτική, στοματική), και με χρήση μολυσμένων ερωτικών βοηθημάτων με κολπικά εκκρίματα ή μολυσμένο σπέρμα.
Χλαμύδια – Συμπτώματα
Στους άνδρες τα χλαμύδια προκαλούν Ουρηθρίτιδα, δηλαδή λοίμωξη και φλεγμονή της Ουρήθρας. Αυτή γίνεται αντιληπτή με επώδυνη ούρηση ( κάψιμο ) που μπορεί να διαρκεί και για σύντομο διάστημα και μετά την ούρηση. Υπάρχει επίσης εκροή λεπτόρευστου υγρού, συνήθως διαυγούς, από το έξω στόμιο της ουρήθρας. Αυτό γίνεται αντιληπτό πιο εύκολα νωρίς το πρωί, καθώς επίσης και από το στίγμα που αφήνει στο εσώρουχο. Η ουρηθρίτιδα από χλαμύδια μπορεί να προκαλέσει στενώματα ουρήθρας, ιδιαίτερα αν δεν θεραπευτεί έγκαιρα και μεταπέσει σε χρονιότητα.
Η λοίμωξη από χλαμύδια στους άνδρες μπορεί επίσης να επεκταθεί και σε άλλα όργανα του γεννητικού συστήματος και να προκαλέσει επιδυδιμίτιδα, ορχίτιδα, προστατίτιδα και σπερματοδοχοκυστίτιδα.
Στις περισσότερες γυναίκες η λοίμωξη από χλαμύδια συνήθως δεν δίνει συμπτώματα. Αυτός είναι και ο μεγάλος κίνδυνος, καθώς η ασυμπτωματική φορέας μπορεί να μεταδίδει το βακτήριο στον/στους ερωτικούς της συντρόφους χωρίς η ίδια να το γνωρίζει. Κάποιο ποσοστό γυναικών μπορεί να εκδηλώσουν συμπτώματα όπως αυξημένες κολπικές εκκρίσεις, ήπιους πόνους χαμηλά στην κοιλιά, κάψιμο κατά την ούρηση, και δυσπαρεύνια ( πόνο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής ). Επιπλέον, τα χλαμύδια προκαλούν στις γυναίκες τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα, και χρόνια φλεγμονώδη νόσο της πυέλου η οποία προκαλεί απόφραξη των σαλπίγγων και στειρότητα.
Σε περίπτωση μετάδοσης στον πρωκτό και στα δύο φύλλα μπορεί να προκληθεί άλγος, κνησμός, και αυξημένες εκκρίσεις από τον πρωκτό.
Συνήθως, τα πρώτα συμπτώματα της μόλυνσης από χλαμύδια εκδηλώνονται σε διάστημα 1-3 εβδομάδων από την μετάδοση, όμως ο χρόνος επώασης ποικίλει αρκετά, με συνέπεια σε κάποιες περιπτώσεις να χρειάζονται ακόμα και αρκετές εβδομάδες για να εκδηλωθούν τα συμπτώματα.
Χλαμύδια – Διάγνωση
Με την εκδήλωση των συμπτωμάτων ο Ουρολόγος μπορεί να κάνει κλινική διάγνωση βάση των ευρημάτων και να ξεκινήσει αμέσως τη χορήγηση αγωγής η οποία η οποία θεραπεύει πλήρως τα χλαμύδια. Η ταυτοποίηση του βακτηρίου γίνεται με ειδικό εργαστηριακό έλεγχο των εκκρίσεων ( ποσοτική PCR ). Στην περίπτωση του άνδρα αυτές μπορεί να είναι εκκρίσεις από την ουρήθρα ή το υγρό της εκσπερμάτισης. Στις γυναίκες λαμβάνουμε κολπικές εκκρίσεις. Αν υπάρχουν σημεία πρωκτικής λοίμωξης μπορεί να ληφθεί υλικό και από τον πρωκτό.
Πως μπορώ να προφυλαχθώ από τη μετάδοση των χλαμυδίων?
Ο μόνος 100% ασφαλής τρόπος για προφύλαξη από τη μόλυνση με χλαμύδια είναι η αυστηρή μονογαμία για τα άτομα που είναι σεξουαλικώς ενεργά. Η χρήση προφυλακτικού για τα άτομα που αλλάζουν ερωτικούς συντρόφους προσφέρει μεγάλη προστασία από τη μετάδοση, όχι όμως απόλυτη.
Χλαμύδια – Θεραπεία
Οι χλαμυδιακές λοιμώξεις θεραπεύονται πλήρως αν διαγνωσθούν έγκαιρα, με τη χορήγηση των κατάλληλων αντιβιοτικών. Η αγωγή διαρκεί συνήθως 1 εβδομάδα και πρέπει να τη λάβουν ταυτόχρονα και οι δύο ερωτικοί σύντροφοι για να μην υπάρξει πιθανότητα επαναμόλυνσης από τον ένα στον άλλο. Μέχρι και μία εβδομάδα μετά την ολοκλήρωση της αγωγής για χλαμύδια το ζευγάρι θα πρέπει να απέχει πλήρως από σεξουαλικές επαφές. Η θεραπεία της λοίμωξης από χλαμύδια επιτυγχάνεται συνήθως μέσα σε μία εβδομάδα, όμως τα σημεία της φλεγμονής ( π.χ. κάψιμο κατά την ούρηση ή εκκρίσεις ) μπορεί να επιμείνουν, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και μερικές εβδομάδες.
ΟΥΡΕΟΠΛΑΣΜΑ – ΜΥΚΟΠΛΑΣΜΑ
Το Ουρεόπλασμα και το Μυκόπλασμα είναι Μικροοργανισμοί που αποικίζουν την ουρογεννητική περιοχή μεγάλου ποσοστού ανδρών και γυναικών που είναι σεξουαλικά ενεργείς. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων το ουρεόπλασμα και το μυκόπλασμα συμβιώνουν ομαλά με τον οργανισμό χωρίς να προκαλούν προβλήματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ακόμη και αν γίνει εργαστηριακή επιβεβαίωση της ύπαρξης λοίμωξης από Ουρεόπλασμα και Μυκόπλασμα, δεν χρειάζεται να χορηγείται αντιβιοτική θεραπεία εκτός αν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις όπως π.χ. η αδυναμία σύλληψης για το ζευγάρι, ανδρική και γυναικεία υπογονιμότητα, ή καθέξιν αποβολές. Στον άνδρα η λοίμωξη από ουρεόπλασμα και μυκόπλασμα προκαλεί διαταραχές της ποιότητας του σπέρματος, κυρίως μείωση της κινητικότητας και αύξηση των ανώμαλων μορφών των σπερματοζωαρίων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως σε ευαίσθητους οργανισμούς γυναικών , το ουρεόπλασμα μπορεί να προκαλέσει φλεγμονές των έσω γεννητικών οργάνων όπως τραχηλίτιδα και σαλπιγγίτιδα.
Συμπερασματικά το ουρεόπλασμα και το μυκόπλασμα είναι μικροοργανισμοί που μεταδίδονται κυρίως σεξουαλικά και στην πλεοψηφία των περιπτώσεων δεν προκαλούν προβλήματα, οπότε και δεν συνιστάται η χορήγηση αγωγής. Στις περιπτώσεις που υπάρχουν συμπτώματα όπως περιγράφηκαν ανωτέρω χορηγείται θεραπεία με τα κατάλληλα αντιβιοτικά.